διαβιβαστήριος

διαβιβαστήριος
-α, -ο
1. αυτός που αφορά στη διαβίβαση
2. εκείνος μέσω τού οποίου συντελείται, γίνεται η διαβίβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στα Έγγραφα τού Υπουργείου Παιδείας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαβιβαστικός — ή, ό (ΑΜ διαβιβαστικός, ή, όν) διαβιβαστήριος αρχ. 1. (ως γραμματικός όρος) ο μεταβατικός 2. αυτός που προσφέρει ή παρέχει εύκολη διάβαση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”